DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34563 entries)
weak acid ασθενές οξύ
weak base ασθενής βάση
weak state εξασθενημένο κράτος
weaken εξασθενώ
weaken αποδυναμώνω
wealthy πλούσια
wealthy πλούσιο
wealthy πλούσιος
weaned off calf απογαλακτισμένο μοσχάρι
weapon designed to kill φονικό όπλο
weapon of mass destruction όπλο μαζικής καταστροφής
weapon of war πολεμικό όπλο
weapon sight σκοπευτικό σύστημα
weapon sight στόχαστρο
weapon sight mount σκοπευτικό σύστημα
weapon system οπλικό σύστημα
Weaponry Convention Σύμβαση για τα απάνθρωπα όπλα
Weaponry Convention Σύμβαση για την απαγόρευση ή περιορισμό χρήσης ορισμένων συμβατικών όπλων που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικώς επιβλαβή ή ως προκαλούντα αδιακρίτως αποτελέσματα
Weapons for Development Όπλα έναντι ανάπτυξης
Weapons of Mass Destruction Free Zone ζώνη απαλλαγμένη από όπλα μαζικής καταστροφής